«Καλός γιατρός είναι αυτός που θεραπεύει την ασθένεια. Εξαιρετικός γιατρός είναι αυτός που θεραπεύει τον άνθρωπο που πάσχει από την ασθένεια» WilliamOsler
Η σχέση γιατρού-ασθενή είναι το κυριότερο θεραπευτικό εργαλείο που διαθέτει ένας γιατρός στη φαρέτρα του κατά τη διάρκεια της κλινικής πράξης.
Στην ιατρική πράξη, υπάρχουν καθημερινά πάρα πολλές στιγμές όπου η καθαρά ιατρική οπτική και προσέγγιση χρειάζεται να διανθισθούν με ενσυναισθηση για να υπάρξει κατανόηση και εξεύρεση αποδεκτών, πρακτικών και ανθρώπινων λύσεων για τα διάφορα και συχνά σοβαρά ιατρικά προβλήματα που προκύπτουν.
«Η ενσυναίσθηση δεν είναι μια ψυχολογική ή συναισθηματική εμπειρία, ούτε ένα ψυχικό άλμα στο μυαλό των ανθρώπων, αλλά είναι ένα άνοιγμα με σεβασμό στην ατομικότητα του άλλου»
Η διάκριση μεταξύ ενσυναίσθησης και συμπάθειας στη σχέση γιατρού-ασθενή είναι καθοριστικής σημασίας. Η συναισθηματική ταύτιση με τον ασθενή μπορεί να εμποδίσει την κλινική πράξη. Ο γιατρός θα πρέπει να μπορεί να βιώνει τις εμπειρίες του ασθενή του σε εκείνο το βαθμό που θα βελτιώνει την κατανόηση της κατάστασης της υγείας του, χωρίς όμως να εμποδίζεται η επαγγελματική του κρίση. Η σχέση μεταξύ ενσυναίσθησης και κλινικών εκβάσεων είναι γραμμική. Όσο περισσότερο ενσυναισθητικός είναι ένας γιατρός, τόσο καλύτερα είναι τα κλινικά αποτελέσματα.
Η σημασία της ουσιαστικής και βαθιάς σχέσης γιατρού-ασθενή δεν είναι κάτι καινούργιο στη βιβλιογραφία. Αρκετούς αιώνες πριν είχε αναδειχθεί από τον ίδιο τον Ιπποκράτη (4ος αι. π.Χ.) ο οποίος υποστήριζε ότι ορισμένοι ασθενείς αναρρώνουν μόνο επειδή πιστεύουν στους γιατρούς τους.
Η ιατρική επιστήμη καταφέρνει να εξελίσσεται με πολύ γοργούς ρυθμούς, όσον αφορά στα τεχνικά μέσα και στις νέες θεραπευτικές μεθόδους. Από την άλλη, δεν φαίνεται, να ακολουθεί τους ίδιους ρυθμούς και η επίλυση πολύ πιο καθημερινών και «πεζών» θεμάτων ή προβλημάτων που αφορούν στην ιατρική φροντίδα, όπως η σχέση ιατρού-ασθενή, παρά την κοινά παραδεκτή σημασία της αξίας της.
Είναι δύσκολο να είναι κάποιος ασθενής, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζει κάποια σοβαρή ασθένεια. Τότε, όλοι μας, λιγότερο ή περισσότερο, αισθανόμαστε ευάλωτοι, αδύναμοι, φοβισμένοι και συχνά μόνοι. Η ανάγκη μας, στην περίπτωση αυτή, να ακουμπήσουμε ή, αν είναι δυνατόν, να μοιραστούμε όλα αυτά τα επώδυνα αισθήματα είναι πολύ μεγάλη, απόλυτα κατανοητή και ανθρώπινη και, στο βαθμό που καλύπτεται, επηρεάζει σημαντικά και τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ασθένειά μας.
Στη θεραπευτική σχέση η ενεργητική ακρόαση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στη συλλογή πληροφοριών, στην κατανόηση του προβλήματος, και στην προαγωγή της θεραπείας. Ο Jackson έλεγε «άκου προσεκτικά τον ασθενή σου, σου λέει τη διάγνωση».
Ως λειτουργοί του χώρου της ψυχικής/σωματικής υγείας ανθρώπων, οφείλουμε πάντα να έχουμε υπόψη πως ο τρόπος που ακούμε χρωματίζεται από βασικά συνειδητά και μη στοιχεία του ψυχικού μας κόσμου, όπως συναισθήματα, διάφορες ταυτίσεις, σκοτεινά σημεία, αξίες, θρησκευτικά πιστεύω, τρόπος σκέψης κ.ά.
Αν αυτό αναχθεί στη σχέση γιατρού-ασθενή, σημαίνει πως ο ιατρός έχει -χωρίς να το αντιλαμβάνεται- την τάση να διαμορφώνει εντός του τον ασθενή με τρόπο που να «ταιριάζει» στις αξίες και τα ιδεώδη του ίδιου. Ποιο είναι, όμως, το πρόβλημα σε αυτήν την περίπτωση; Η απάντηση είναι πως, εάν ο γιατρός κρατά την ίδια στάση απέναντι σε όλους τους ασθενείς, είναι σαν να αντιμετωπίζει πάντα το ίδιο άτομο, δηλαδή αυτό που έχει στο μυαλό του και που αντιπροσωπεύει δικές του ανάγκες, αξίες ή ελλείψεις. Εάν, όμως, επιλέξει να επιθυμεί να δημιουργήσει μια σχέση με τον ασθενή, θα πρέπει να έχει διαφορετική στάση και προσέγγιση με τον κάθε ξεχωριστό ασθενή/άτομο που να τον αντιπροσωπεύει όσο το δυνατόν περισσότερο κάθε φορά.
Από την άλλη πλευρά, ο ασθενής οφείλει να αντιλαμβάνεται ότι ο ιατρός είναι άνθρωπος, βιοπορίζεται από την άσκηση της ιατρικής, έχει προσωπική ζωή, δικαίωμα λάθους και συγκεκριμένο τρόπο που ασκεί την δουλειά του. Επομένως για να ωφεληθεί τα μέγιστα ο ασθενής από την θεραπευτική σχέση του με τον ιατρό, πρέπει να σέβεται την προσωπικότητα και την επαγγελματική υπόσταση του ιατρού και να απαιτεί υπηρεσίες που εμπίπτουν στο ιατρικό επάγγελμα.
Είναι σημαντικό λοιπόν, και οι ασθενείς να εκπαιδεύονται ώστε να αντιλαμβάνονται τον τρόπο της ιατρικής σκέψης και πρακτικής, την ιατρική κουλτούρα και οπτική. Ο ασθενής χρειάζεται να κατανοεί τι πρέπει και μπορεί να κάνει ο ιατρός, ώστε να βοηθάει, φυσικά με κέντρο το δικό του κυρίως καλό.
Σημαντικό ρόλο σε αυτόπαίζουν ο τρόπος εξέτασης, οι πληροφορίες του ιστορικού, οι εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις και οτιδήποτε αποτελεί εργαλείο διαγνωστικό στα χέρια του γιατρού.
Ο ασθενής οφείλει να σέβεται την άποψη του θεράποντα, να μην απαιτεί και αποφεύγει εξετάσεις, γεγονός που μπορεί να αποβεί ακόμα και επικίνδυνο στην εξέλιξη της νόσου. Ο ασθενής οφείλει να είναι ειλικρινής χωρίς να γίνεται φλύαρος, να κρατάει σημειώσεις για το τι αισθάνεται και τον απασχολεί και να φροντίζει να είναι αρκούντως περιγραφικός και διατεθειμένος να απαντήσει σε οτιδήποτε ερωτηθεί!
Ακόμη σημαντικό είναι να αναφερθούμε και στο γεγονός πως οι ασθενείς καταφεύγουν όλο και πιο πολύ στο διαδίκτυο, αναζητώντας ιατρική πληροφόρηση για την πάθηση ή το πρόβλημα υγείας που τους απασχολεί. Από τις ιστοσελίδες ιατρικής ενημέρωσης μέχρι την ανταλλαγή απόψεων στα forum ασθενών, ο «DrGoogle» αναδεικνύεται στο αντίπαλο δέος του σύγχρονου επαγγελματίας της υγείας, με αποτέλεσμα να βάλλεται η εγκυρότητα και η εμπιστοσύνη στην σχέση μεταξύ ασθενούς και γιατρού.
Στον αντίποδα της ενσυναίσθησης για την οποία γίνεται λόγος, και η οποία θα έπρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο της ιατρικής κοινότητας, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας , πρέπει να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ένα πρωτεύον και κύριο θέμα για το οποίο ίσως η ενσυναίσθηση των γιατρών απουσιάζει. Και αυτό είναι η έλλειψή φροντίδας των ιατρών και από το ιατρικό αλλά και πολιτειακό σύστημα. Σημαντικό αντίκτυπο στους ασθενείς και στην παροχή υπηρεσιών υγείας φαίνεται να έχει η εξουθένωση των επαγγελματιών υγείας, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά διεθνώς. Ένα στοιχείο που εντυπωσιάζει και απαντάται σε όλα σχεδόν τα δεδομένα που αναλύθηκαν, είναι ότι δεν είναι λίγοι οι επαγγελματίες υγείας, που είτε σκέφτονται σοβαρά να εγκαταλείψουν το επάγγελμα, είτε να μεταπηδήσουν σε τμήματα με λιγότερο βαριά περιστατικά, από αυτά που αντιμετωπίζουν οι ΜΕΘ, τα ΤΕΠ κ.α.
Πρόκειται για το γνωστό και ως “burnout” το οποίο περιγράφηκε για πρώτη φορά ως ιατρικό σύνδρομο το 1974 από τον H.Freudenberger και αφορούσε τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας ενώ το 1982 η ChristinaMaslach το εντόπισε γενικότερα στους γιατρούς ως απώλεια ενδιαφέροντος για την εργασία, ως σωματική και συναισθηματική εξάντληση που συνοδεύεται ακόμη και από επιθετικότητα ή απώλεια σεβασμού προς τους ασθενείς.
Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω και με την παραδοχή ότι κάθε προσπάθεια δημιουργικής, λειτουργικής και αποτελεσματικής σχέσης ιατρού – ασθενούς προϋποθέτει, εκτός την υψηλού επιπέδου διαγνωστική και θεραπευτική ικανότητα του ιατρού, και αυτήν της αποτελεσματικής επικοινωνίας του με τον ασθενή, αλλά και την ανάγκη φροντίδας και αυτοφροντίδας του ιδίου του γιατρού. Θεωρείται ζωτικής σημασίας η εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας σε ζητήματα ενσυναισθηματικής επικοινωνιακής δεξιότητας και η εμβάθυνσή τους σε πρότυπα συμπεριφοράς κατάλληλα για την εφαρμογή τους στους ασθενείς, καθώς και η θωράκιση τους σε θέματα που αφορούν την ψυχική υγειά των ιδίων.
Υπό αυτούς τους όρους είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί μια πολυπρισματική προσέγγιση των θεμάτων υγείας, η οποία να κομίζει νέες προκλήσεις στα πεδία της μάθησης, της εξωστρέφειας, της δημιουργικής σύγκλισης και της διεπιστημονικής συνεργασίας των ανθρωπιστικών, ψυχολογικών, κοινωνικών και ιατρικών επιστημών, με γνώμονα πάντοτε τη σε βάθος κατανόηση αλλά και την περαιτέρω ικανοποίηση των ασθενών.
ΕλίναΤρωγάδα
B.Sc. Ψυχολόγος Ψυχοθεραπεύτρια
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας παιδιών , εφήβων & ενήλικων
τηλ. Επικοινωνιας
2261020781