Το Μοναστήρι που σήμερα ονομάζεται Μπίτολα είναι χωρίς καμία αμφιβολία ο ορισμός της βαλκανικής πόλης που απέχει μόλις μια ανάσα από τη Φλώρινα, κοντά στα σύνορα των δύο χωρών, Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας.
Ένα μικρό ταξίδι στην ιστορία ενός ξεχασμένου ελληνικού κέντρου,που πέρα από τις βαριές του μνήμες, παραμένει άγνωστο στους περισσότερους από μας.
Η αρχαία Ηράκλεια ιδρύθηκε στην κοιλάδα της Πελαγονίας από το Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας και πήρε το όνομά του ημίθεου Ηρακλή, τον οποίο ο Φίλιππος θεωρούσε πρόγονο του.
Αργότερα μετά τη διάδοση του χριστιανισμού ονομάζεται Μοναστήρι λόγω των 365 βυζαντινών ναών που οικοδομήθηκαν και χαρακτήρισαν την περιοχή ως την Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων.
Η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Περιστερίου απ’ όπου πηγάζει ο αρχαίος ποταμός Υδραγόρας που την διασχίζει, αγκαλιασμένη από τους ορεινούς όγκους του Βαρνούντα και του Βόρα ( Καϊμακτσαλάν).
Η στρατηγική της θέση την ανέδειξε σε σπουδαίο κέντρο της περιοχής, λόγω της Εγνατίας Οδού που συνέδεε την Αδριατική με το Αιγαίο Πέλαγος και την κεντρική Ευρώπη.
Καραβάνια με διάφορα αγαθά μετακινούνταν διαρκώς από και προς την πόλη. Οι εμπορικοί δεσμοί με την Κωνσταντινούπολη , την Θεσσαλονίκη και άλλα μέρη, κατέστησαν το Μοναστήρι σημαντικό εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Η σιδηροδρομική σύνδεση Μοναστηρίου-Θεσσαλονίκης την περίοδο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνετέλεσε τα μέγιστα επίσης στην περεταίρω ανάπτυξη του.
Ξένοι επισκέπτες εμείς σήμερα, μείναμε σαστισμένοι στις περιπλανήσεις μας στον κεντρικό δρόμο Σιρόκ Σοκάκ, θαυμάζοντας τη χάρη που του προσδίδουν τα υπέροχα νεοκλασσικά κτήρια, ακούγοντας σχεδόν παντού να μιλούν ελληνικά. Σοκάκ ο δρόμος των προξένων, από τα προξενεία τουλάχιστον 13ων ευρωπαϊκών χωρών που υπήρχαν εκεί, και κάποια εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα. Στενά καλντερίμια γεμάτα μυστικές γωνιές και κάποια κτήρια αφημένα στην πατίνα του χρόνου που μοιάζουν να καταρρέουν ειρηνικά.
Λέγεται πως το μοναστήρι ήταν ” η πόλη των πιάνων ” αφού θεωρούσαν πως υπήρχαν περισσότερα πιάνα από τα σπίτια.
Οι κάτοικοι διέθεταν υψηλό δείκτη μόρφωσης. Υπήρχε μεγάλος αριθμός διάσημων σχολείων, όπως η στρατιωτική ακαδημία στην οποία φοίτησε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Το σύνολο των Ελλήνων μαθητών, έφθανε το 1908, τους 3000 με 55 δασκάλους ενώ από τους 23 γιατρούς της πόλης οι 20 ήταν Έλληνες.
Στα παλιά γραφικά οθωμανικά σοκάκια το κοσμοπολίτικο παρελθόν αποτυπώνεται σήμερα στις πολυτελείς προσόψεις των κτηρίων, Οθωμανική αρχιτεκτονική, μπαρόκ και νεοκλασικισμός είναι πανταχού παρόντα, σε περίτεχνες μετόπες και μπαλκόνια, που κάποτε ανήκαν σε πλούσιους εμπόρους που κρατούσαν στα χέρια τους την καθημερινή ζωή της βαλκανικής πόλης.
Σημαντικά μνημεία ο πύργος του ρολογιού, ο υπέρλαμπρος καθεδρικός ναός του Αγ. Δημητρίου σπάνιας ομορφιάς στο εσωτερικό του, το τέμενος του Αϊντάρ Καντί, του περίφημου αρχιτέκτονα Μιράρ Σινάν, το Γενί Τζαμί, η σκεπαστή αγορά με τους πολυάριθμους τρούλους, τα οθωμανικά τα λουτρά που λειτουργούν μέχρι σήμερα.
Γύρω από τον πεζόδρομο βρίσκονται διάσπαρτες επαύλεις που κάποτε έσφυζαν από ζωή . Ορισμένες από αυτές έχουν συνδεθεί με ανεκπλήρωτους μοιραίους έρωτες που έχουν παραμείνει ως θρύλοι. Ιστορίες ανθρώπινες έχουν ποτίσει κυριολεκτικά τους δρόμους και τα στενά, παραμένοντας ένας ζωντανός κρίκος ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν.
Ο Εβγλιά Τσαλεμπί στο Βιβλίο των Ταξιδίων του αναφέρει, ότι η πόλη είχε 70 τζαμιά, αρκετά καφε-τεϊοποτεία, παζάρι με σιδερένιες πύλες και 900 καταστήματα που ανήκαν σχεδόν αποκλειστικά στους Έλληνες οι οποίοι έφερναν τα εμπορεύματα τους από τους μεγαλύτερους οίκους της Ευρώπης. Για τις συναλλαγές τους υπήρχαν 7 ελληνικές τράπεζες και η Τράπεζα της Ανατολής.
Το Τσαρσί- η αγορά της παλιάς πόλης παραμένει μέχρι σήμερα το εμπορικό κέντρο της. Σε αντίθεση με άλλες βαλκανικές πόλεις, που το παλιό οθωμανικό στοιχείο σιγά σιγά σβήνει,στην Μπίτολα εξακολουθεί να λειτουργεί όπως παλιά. Καφέ, μαγαζιά, ξενοδοχεία, αλλά και μία καθολική εκκλησία -απομεινάρι των Λεβαντίνων – μαζί με ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς βρίσκεται σε αυτόν τον μεγάλο πεζόδρομο. Μια βόλτα στον κάποτε γεμάτο ζωή δρόμο Σιρόκ Σοκάκ, μικρά καφενεία εποχής σερβίρουν παραδοσιακό καφέ σε τουρκικά φλιτζάνια κι αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του βαλκανικού παρελθόντος του Μοναστηριού και σημερινής πόλης, της Μπίτολα.
Στον ίδιο ακριβώς δρόμο, το 1903, οι αδελφοί Μανάκη με καταγωγή από τα Γρεβενά ίδρυσαν ένα φωτογραφικό ατελιέ που έμελλε να καθιερώσει τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο και την ίδρυση της πρώτης κινηματογραφικής αίθουσας στα Βαλκάνια. Κάθε Σεπτέμβρη στην Μπίτολα γίνεται διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου και φωτογραφίας στη μνήμη των αδελφών Μανάκη.
Από τον 13ο και 14ο αιώνα η πόλη άλλαζε χέρια. Πολλές φορές περιήλθε στην κατοχή ΒούλγαρωνΣέρβων, Βυζαντινών και Αλβανών ηγεμόνων έως ότου κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1382- 1912.
Τον Οκτώβριο του 1912, με την υποχώρηση των Οθωμανών, Τούρκοι προύχοντες του Μοναστηρίου, αποφάσισαν σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη Πελαγονίας να παραδώσουν την πόλη στις ελληνικές αρχές. Όμως το Μοναστήρι δεν κατάφερε να ελευθερωθεί στο παρά πέντε από τα ελληνικά στρατεύματα. Ενώ ο Ελληνοβλάχικος πληθυσμός με χιλιάδες ελληνικές σημαίες περίμεναν την απελευθέρωση, την τελευταία στιγμή, με διαταγή του Βενιζέλου, ο στρατός εστράφη προς την Θεσσαλονίκη, γιατί οι Βούλγαροι οριακά θα την καταλάμβαναν. Έτσι στις 6 Νοεμβρίου του 1912, με την υποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, ο σερβικός στρατός κατέλαβε το Μοναστήρι και οι 50.000 Έλληνες δεν εκπλήρωσαν το όνειρο τους να ενταχθούν στο εθνικό κορμό
Ο Στρατής Μυριβήλης στο έργο ‘Η ζωή εν τάφω’ αναφέρει: «Νύχτα μπήκαμε στο Μοναστήρι. Είναι μία πολιτεία σερβική, που οι κάτοικοι της είναι Έλληνες. Μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα…»
Από το 1912 και μετά αρχίζει η έξοδος του ελληνισμού προς την Ελλάδα.
Πολλοί Μοναστηριώτες, μετά την οριστική απώλεια του Μοναστηρίου επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Φλώρινα και στην Θεσσαλονίκη με την ελπίδα του γυρισμού να σέρνεται κάτω από τη θλίψη της προσφυγιάς, ενός γυρισμού που δεν ήρθε ποτέ. Φορείς μιας ζωντανής κουλτούρας επηρέασαν έντονα την πολιτισμική φυσιογνωμία των πόλεων ξαναπιάνοντας τη ζωή τους απ’ την αρχή.
Στην Μπίτολα σήμερα υπάρχουν περίπου 400 οικογένειες Ελληνοβλάχων. Έχουν ιδρύσει το Σύλλογο ‘’Πελαγονία’’ που προσπαθεί να κρατήσει τα ήθη και έθιμα των εναπομεινόντων Ελλήνων.
Η Μπίτολα, η μικρή Θεσσαλονίκη όπως την ονόμαζαν και δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Μακεδονίας είναι ένας όμορφος φτηνός και γρήγορος προορισμός για τους Βορειοελλαδίτες και γευστικό σταυροδρόμι στο κέντρο των Βαλκανίων που συνδυάζει γεύσεις από Βορρά-Νότο, Ανατολή και Δύση.
Ταξιδεύοντας στο χρόνο μέσα σε μια γοητευτική ατμόσφαιρα πολιτισμικότητας συναντήσαμε ένα παλίμψηστο ψηφιδωτό, ανθρώπων, εικόνων και ιστορίας που μας εντυπωσίασε και μας συγκίνησε πραγματικά!
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Μοναστήρι: Ιστορική περιπλάνηση στην πάτρια γη». Συγγραφέας η Μοναστηριώτισσα κ. Βιολέτα Σμυρνιού Παπαθανασίου.
“Την πίκρα του ξεριζωμού δεν την έζησα, πολύτιμο όμως θυμιατήρι των γονιών μου, τη μεταφέρω σ’ αυτές τις γραμμές ως αναφορά τιμής σ’ αυτούς που έχασαν μια πατρίδα. Ο αγέρας του Περιστεριού δεν μ’ ανάθρεψε. Το Μοναστήρι μπήκε στις φλέβες μου από ιστορίες ειπωμένες από χείλη αγαπημένα.
Όμως γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι κανένας δεν νοσταλγεί ποτέ ό,τι δεν έχει ζήσει, ένα μονάχα θέλω να πω και να σωπάσω. Όταν ο ήλιος μόλις και φωτίζει την πόλη μου μέσα στις γλάστρες με τα λουλούδια, που μόλις αναπνέουν στο καυσαέριο, χίλιες φορές νοστάλγησα μια γλάστρα με βασιλικό φυτεμένο σ’ ένα σβώλο από χώμα φερμένο από το Περιστέρι, να σκύβω τα πρωινά και να μυρίζω Μοναστήρι”.
Βασιλική Αλαφογιάννη
Συγγραφέας