Η πρώτη σημαντική απώλεια δικού μου ανθρώπου που βίωσα, ήταν της γιαγιάς μου της Κορογιάνναινας , της μάνας της μάνας μου. Δεν θυμάμαι ποτέ να την φωνάξαμε με το όνομα της , Μαρία την έλεγαν, αλλά πάντα όταν έπρεπε να αναφερθούμε σε εκείνη, όλα τα ξαδέλφια την αποκαλούσαμε γιαγιά Κορογιάνναινα.
Έφυγε για τον κόσμο των Αγγέλων την Πρωταπριλιά του 1992…σαν ένα πρωταπριλιάτικο αστείο…αν και ήμουν σχεδόν τριάντα χρονών όταν την χάσαμε , ο θάνατος της με ξερίζωσε…ήταν για εμένα –αλλά και για όλα τα ξαδέλφια μου πιστεύω-δεύτερη μάνα …Μια μέρα πριν πεθάνει πέρασα να την δω στην Κλινική Ηλιόπουλου όπου στεγαζόταν τότε το ένα τμήμα του Κρατικού Νοσοκομείου Λιβαδειάς. Νοσηλευόταν από ημέρες και κάθε μέρα περνούσα να την δω. Λατρεία η γιαγιά ! Εκείνο το απόγευμα χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος με αγκάλιασε , πήρε το κεφάλι μου στο στήθος της και μου είπε :’’ Εγώ θα φύγω έλα να σου δώσω την ευχή μου , να σε προστατεύει, να μην μπορεί κανείς να σου κάνει κακό” . Τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα στο πρόσωπο μου και πήρα τα χέρια της με τα δικά μου και τα φιλούσα. Τα θυμάμαι ακόμη τα χέρια της γιαγιάς μου. Είχαν μικρύνει και λεπτύνει και έμοιαζαν με χέρια μικρού παιδιού. Αυτά τα χέρια που ανάστησαν πέντε παιδιά , 14 εγγόνια, που μαγείρευαν για χρόνια , που έπλεναν ασταμάτητα στην ξύλινη σκάφη, που σκούπιζαν για χρόνια, που σκάλιζαν στρέμματα στην Κωπαΐδα, αυτά τα χέρια που αγκάλιαζαν και αισθανόσουν απόλυτα ασφάλεια ,αυτά τα χέρια ήταν τόσο διαφορετικά. Τα κοίταζα και αναρωτιόμουν πως έγιναν έτσι.
Χρόνια μετά κοιτούσα τα χέρια της μάνας μου και μου θύμιζαν τα χέρια της γιαγιάς μου. Το λεγε και η ίδια συχνά.. Αχ Γωγούλα μου –έτσι με έλεγε πάντα η μάνα μου- βλέπω τα χέρια μου και θυμάμαι την μανούλα μου .Και εγώ θυμόμουν την γιαγιά μου. Σαν να συρρικνώνονταν ένα πράγμα, με το δέρμα τόσο λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο, τόσο διάφανο, με τις φλεβίτσες να ξεχωρίζουν και τις ρυτίδες να φτιάχνουν τα δικά τους κεντίδια.
Αχ έτσι ήταν τα χεράκια μου αναρωτιόταν συχνά με καημό η μανούλα μου. Και σκεφτόμουν , πώς να μην είναι μάνα μου! Σχεδόν ογδόντα χρόνια δεν σταμάτησαν να δουλεύουν . Τόσα χρόνια που τα κουβαλούσες δεν γύρισες ποτέ να τα κοιτάξεις, δεν τα φρόντισες , δεν προλάβαινες γιατί έτρεχες να φροντίσεις εμάς. Πως λοιπόν να δεις τις ανάγκες τους, τα σημάδια και τι ρυτίδες;
Πότε ήταν χλωρά, πότε μέστωσαν , πότε μαράθηκαν, χαμπάρι δε πήρες .Όλα τα χρόνια η έννοια σου ήταν αλλού .
Η μάνα μου έφυγε από τον γήινο κόσμο στις 10 Δεκέμβρη 2021.Τον τελευταίο μήνα δεν μπορούσε κάν να κουνήσει τα χέρια της που ήταν σε κατάσταση οιδήματος από την ταλαιπωρία της αιμοκάθαρσης.
Τα κοίταζα και νόμιζα ότι τα βλέπω για πρώτη φορά. Τα χάιδευα για να τα ανακουφίσω και νόμιζα ότι ήταν ξένα Μου φαινόταν τόσο περίεργο που ήταν ακίνητα, ανενεργά .
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χέρια .Στο κρύο, στην παγωνιά, στην ψησταριά, στο μαγείρεμα, στα νερά, στο μεγάλωμα, στα χωράφια, όπου υπήρχε ανάγκη, αυτά τα χέρια έτρεχαν πρόθυμα.
Τα δραστήρια χέρια της μάνας μου, που έκαναν τις πιο μεγάλες αγκαλιές , που ανάστησαν τρία παιδιά, που χάιδεψαν τρία εγγόνια, που έπιαναν τα δικά μου και μου έλεγαν ευχαριστώ, δεν υπήρχαν πια. Ούτε την βέρα της που φορούσε από είκοσι χρονών, μπορούσε πλέον να φοράει. Την κρατούσε φυλαγμένη στην τσάντα της. Την βλέπω μπροστά μου να προσπαθεί τον τελευταίο καιρό να αγκαλιάσει τα μικρότερα εγγόνια της και έμοιαζε τιτάνια η προσπάθεια της.
Τόσα χρόνια δεν τα κοιτούσε .Και εγώ που της έφτιαχνα τα νύχια τα τελευταία χρόνια τα κοιτούσα και αναρωτιόμουν. Που πήγαν τα χέρια της μάνας μου; Αυτά τα τόσο δουλεμένα χέρια πως παροπλίστηκαν έτσι;
Τα έπιανα και τα έβαζα γύρω μου έκλεινα τα μάτια μου και φανταζόμουν πως ήμουν μικρό κορίτσι. Θυμόμουν τότε που με περισσή δύναμη έπιανε τα σγουρά μαλλιά μου και τα χτένιζε κι ας χτυπιόμουν εγώ ότι με πονούσε, που με τραβούσε από το χέρι για να με μαζέψει τα καλοκαίρια από τις αλάνες του Ζαγαρά, και τι δεν θυμόμουν!
Άνεργα χέρια τώρα τα χέρια της, δεν τα κοιτάει πια, όμως την κοιτάνε αυτά. Κάθονται ώρες και την κοιτάνε και είναι σαν να της ζητάνε κάτι.
Κρατήστε γερά από το χέρι την μάνα σας όσο την έχετε. Χαϊδέψτε την όπως σας χάιδευε, αγκαλιάστε την, κι αν τα χέρια της έχουν παραιτηθεί, γίνετε εσείς τα χέρια της, όπως κάποτε ήταν εκείνη για σας. Πιάστε τα χέρια της στα δικά σας , σφίξτε τα , μυρίστε τα , γιατί όταν πια εκείνη δεν θα είναι μαζί σας, όλα όσα θα έχετε θα είναι αυτά τα χέρια , τα χέρια της μάνας !
Στην μνήμη της Μάνας μου και της Γιαγιάς μου.
Γεωργία Καρβούνη Λιάσκου
Δικηγόρος
Πρόεδρος Συλλόγου Γυναικών Αγίου Νικολάου Λιβαδειάς