Μια πολυταξιδεμένη εκπαιδευτικός με αγάπη για τα παιδιά όλου του κόσμου, μια ηρωίδα μαμά σε μια μονογονεϊκή οικογένεια, ένα κορίτσι από το μικρό χωριό του Ελικώνα που έσπασε τα κατεστημένα της εποχής με το δυνατό πνεύμα και το μεγαλείο της ψυχή της. Μια συγγραφέας που εμπνέεται και εμπνέει.
1.Ποια είναι η Ελένη Ράπτη πραγματικά? Πως ξεκίνησε το ταξίδι της ζωής της?
Η Ελένη Ράπτη ήταν ένα παιδί που ονειρευόταν ατελείωτα, χωρίς όρια και φραγμούς, στο εδώ και το εκεί και το εκείθεν του απείρου. Όνειρα πολλά μέρα και νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι. Η απόδραση στον ουρανό, η αναζήτηση του Σκορπιού, του Αυγερινού, της Άρκτου εκεί όπου τους της είχε δείξει ο παππούς, ήταν η κυριότερη δράση της. Ένας παππούς -μεγάλη τύχη εκείνος ο παππούς- παραμυθάς, που τα παραμύθια του εκείνες τις μοναδικά γλυκές νύχτες του Σεπτέμβρη, διαρκούσαν επί μέρες, όταν μαζεύονταν όλοι μαζί μικροί μεγάλοι, άντρες γυναίκες στο μπαλκόνι και έτριβαν τα καλαμπόκια εκδηλώνοντας αυθόρμητα τα συναισθήματα και τις ανάγκες τους.
Και κοντραπαντιέρικο παιδί ήταν η Ελένη Ράπτη, και ανήσυχο επίσης, που την ταλάνισε αργότερα στην α’ γυμνασίου στην Λιβαδειά η ρήση ενός καθηγητή «αν τρέχαμε με ταχύτητα μεγαλύτερη αυτής του φωτός, θα μπορούσαμε να δούμε μετά από λίγα χρόνια την ναυμαχία της Σαλαμίνας…»…Άλλα χρόνια, η τεχνολογία στα σπάργανα, και εκείνη πίστευε πράγματι πως θα μπορούσε κάποια στιγμή αργότερα να τρέξει με ταχύτητα μεγαλύτερη του ηλιακού φωτός και να δει όντως την ναυμαχία της Σαλαμίνας…
Έτσι ξεκίνησε λοιπόν το ταξίδι της ζωής της η Ελένη Ράπτη· μαζί με τους δασκάλους που νοίκιαζαν ένα δωμάτιο στου παππού το σπίτι στο χωριό, και έλυναν τις απορίες της για να δημιουργήσουν νέες και αυτές με την σειρά τους να περιμένουν να λυθούν, μία ακολουθία χωρίς όρια και τέλος και εκείνη. Αυτές ήταν οι αποσκευές εκείνου του μικρού παιδιού.
2.Πόσο δύσκολο ήταν για την εποχή εκείνη να πεις «φεύγω» και να πας στην Αφρική να διδάξεις ή ακόμα και στην Αυστραλία?
Καθόλου δύσκολο. Εξάλλου είχαν προηγηθεί ταξίδια στην Ευρώπη. Όμως ένιωθα την υφήλιο σπίτι μου, και μόνο κάτω από αυτήν δεν αισθανόμουν ανέστια και ασκεπής. Αυτή ήταν η πυξίδα μου, και την άφηνα να με ταξιδεύει όπου ήθελε. Της είχα εμπιστοσύνη άλλωστε· και την ίδια εμπιστοσύνη έδειχνα και σε μένα. Και ο πατέρας μου το ίδιο. Οφείλω ευγνωμοσύνη στον πατέρα μου για κείνη την εμπιστοσύνη και την ελευθερία των κινήσεων που μου άφηνε. Ποτέ δεν έμπαινε εμπόδιο στα όνειρα και τις προθέσεις μου· μόνο δρόμους μου άνοιγε. Κάποια στιγμή, 22 χρονών, του τηλεφώνησα από το Βελιγράδι και του είπα : «Έλα, μπαμπά, έφτασα.» «Τι έφτασες, πού έφτασες, πού είσαι δηλαδή;», με ρώτησε. Μεγάλο εφόδιο η ελευθερία. Αφού επιπλέον σε ωριμάζει και σε προστατεύει, δεδομένου ότι αναλαμβάνεις η ίδια πλήρως την ευθύνη. Πριν από 40 χρόνια έφτασα στο Παρίσι κάνοντας ωτοστόπ από την έξοδο της Λιβαδειάς με μία φίλη Ουγγαρέζα, χωρίς να διατρέξουμε κανέναν κίνδυνο. Άλλες εποχές που δεν φοβόμασταν, που ξεχνάγαμε το κλειδί στην εξωτερική πλευρά της πόρτας και όμως ήμασταν ασφαλείς.
Η Αφρική και η Αυστραλία μπήκαν στο κάδρο, επειδή με κέντριζε η πρώτη με τους Πυγμαίους και τους Βουσμάνους της και ως κοιτίδα της ζωής, και η δεύτερη με την ανακάλυψή της, τους αβορίγινες, και οι δύο από κοινού επίσης με τους εκατοντάδες μετανάστες Έλληνες τους περισσότερο Έλληνες και από τους Έλληνες της μακρινής Ελλάδας.
3.Τι αποκομίζεις σαν εκπαιδευτικός αλλά και σαν άνθρωπος από μια τέτοια επιλογή? και ποιο είναι το μήνυμά σας προς τους νέους εκπαιδευτικούς που θα ήθελαν να το τολμήσουν?
Είναι εμπειρίες μοναδικές και ανεπανάληπτες. Αυτό που αποκόμισα ως άνθρωπος, είναι η αλήθεια ότι όλοι είμαστε παιδιά-κάτοικοι ενός και του αυτού πλανήτη. Έλεγα, θα εγκαλέσω την πρώτη μορφή σίτου στα πέριξ της Ιεριχούς, θα καταγγείλω τον Ιησού του Ναυή και όλους τους απανταχού της γης μεγάλους· το νύχι το μακρύ και καθαρό των ιερέων της αρχαίας Αιγύπτου που τους ξεχώριζε απ’ την αδύναμη πλειοψηφία, που ήταν καταδικασμένη να παλεύει για να ζήσει· τις γεμάτες αποθήκες, να εξαλειφθεί οριστικά η πείνα` και η φτώχεια…Όταν έχεις τον Καμπίλα -ήμασταν υποχρεωμένοι να δίνουμε δουλειά σε έναν ντόπιο- και αγοράζεις τρόφιμα και του λες «Καμπίλα, αυτό για σένα και τούτο για μένα», και την επομένη διαπιστώνεις ότι σου έχει κλέψει και ό,τι προοριζότανε για σένα, επειδή πεινάει με δύο γυναίκες και δεκατέσσερα παιδιά, δεν θυμώνεις, δεν επιτρέπεται να θυμώνεις, τουλάχιστον όχι με τον Καμπίλα…μόνο με τους «μεγάλους» που έλεγα προηγουμένως…Η ευαισθησία και η διαφορετική ματιά ήταν το κέρδος ως προς την σχέση μου με όλους τους ανθρώπους.
Σχετικά με τους Έλληνες της ομογένειας της Αφρικής και Αυστραλίας, πήρα μαζί μου φεύγοντας την αγάπη και την νοσταλγία, τον καημό, τον πόνο σχεδόν, για μία μακρινή και χαμένη -τις περισσότερες φορές- γι’ αυτούς πατρίδα, μία διάθεση γι’ αυτό που λέμε «προκοπή», μια συμπαράσταση και μία αλληλεγγύη. Βέβαια, υπήρχε και η εξαίρεση μιας συμπεριφοράς ρατσιστικής στην Αφρική -από τους «έχοντες» κυρίως- αλλά αυτή αποτελούσε την εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα.
Ως εκπαιδευτικό με συγκίνησε, ιδιαίτερα στην Αφρική, η δοτικότητα και η διαθεσιμότητα των μαθητών, η ανάγκη τους να ακούσουν, η θέλησή τους να σπουδάσουν, να βοηθήσουν, να εξυπηρετήσουν, ο σεβασμός τους, η προθυμία τους να δωρίζουν…Δεν φόραγα ρολόι, και πίστευαν ότι δεν είχα…Την ημέρα της γιορτής μου πήρα επτά ρολόγια δώρο από τους επτά μαθητές της τάξης μου…
Προς τους νέους εκπαιδευτικούς θα έλεγα αυτό ακριβώς: να τολμήσουν την υπηρεσία στο εξωτερικό χωρίς κανέναν δισταγμό. Πλουτίζει ο άνθρωπος εσωτερικά, η γνωριμία και ο συγχρωτισμός με άλλες φυλές και άλλους λαούς, άλλους πολιτισμούς, οι καινούργιες σχέσεις, διευρύνουν τους ορίζοντές τους, τους βοηθάνε να αποκτήσουν νέο βλέμμα με περισσότερη ανοχή και κατανόηση, με περισσότερο σεβασμό στην διαφορετικότητα, με περισσότερη αλληλεγγύη, με περισσότερη αγάπη…
4.Μόνη μαμά, μεγαλώνει την κόρη της . Πόσο δύσκολο ήταν αυτό το τόλμημα κι αν το μετανιώσατε ποτέ.
Υπάρχουν δυσκολίες ούτως ή άλλως στο μεγάλωμα ενός παιδιού, πόσο μάλλον του παιδιού μίας μονογονεϊκής οικογένειας. Ο ρόλος της μάνας είναι ρόλος δια βίου, που στις μέρες μας χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό και πειραματισμό, από ελπίδα, υπομονή, αγώνα και αγωνία, από κούραση, ανοχή, από θυμό και πόνο, φόβο, απογοήτευση και χίλια δυο άλλα συναισθήματα. Είναι όπως εκείνα τα τρένα τα εμπορικά με τα πολλά βαγόνια που τα μετράς κι εκείνα μετρημό δεν έχουν. Όμως, σε αυτό το τρένο πρέπει ως επιβάτης να σκεφτείς σε ποιον σταθμό θα κατεβείς ή τι θα ξεφορτώσεις και τι θα φορτωθείς. Είναι ένας ρόλος, που αν μεν τον ανέλαβες συνειδητά, και όχι τυχαία ή κάτω από την πίεση της οικογένειας ή της κοινωνίας, τα πράγματα είναι πιο εύκολα, διαφορετικά μπορεί να γονατίσεις ή να συνθλιβείς· και τα δύο εξαρτώνται από τα εφόδια που έχεις στην φαρέτρα σου και την δική σου ισορροπία. Ωστόσο το περιβάλλον το κοινωνικό, άμεσο και έμμεσο, παίζει και αυτό τον ρόλο του. Είναι δύσκολο στις συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες ζούμε να μπορέσεις να καλύψεις και τους δύο γονεϊκούς ρόλους. Όσο προετοιμασμένη και αν είσαι, δυσκολίες και προβλήματα αναφύονται αίφνης από εκεί που δεν το περιμένεις. Γιατί έρχεσαι σε σύγκρουση με τα πρότυπα μιας κοινωνίας πατριαρχικής, που έχουν γίνει στερεότυπα με ρίζες βαθιές και συμπαγείς σαν πέτρα. Οι κοινωνίες πάντα αντιστέκονται στις όποιες αλλαγές, ακόμη και όταν αυτές οι αλλαγές κυοφορούνται και προκύπτουν από την εξέλιξη της ίδιας της ζωής. Ωστόσο, όταν είσαι προετοιμασμένη και μπορείς και αφουγκράζεσαι τις ανάγκες του παιδιού σου αλλά και τα μηνύματα που έρχονται από έξω, το παλεύεις, ξεπερνάς τις δυσκολίες, ανοίγεις δρόμους, χτίζεις την σχέση και δημιουργείς, και τα όποια λάθη -γιατί αναμφίβολα θα γίνουν- δεν θα είναι εντέλει τραγικά…
Όχι, δεν το μετάνιωσα· παρά την κούραση, τον πόνο, την επιβάρυνση στην υγεία, τον χρόνο και το χρήμα -ειδικά στις μέρες μας, που η απόκτηση ενός παιδιού έχει καταντήσει «μπίζνες» με ανήθικα ασύλληπτα κέρδη. Ευτυχώς -τουλάχιστον για μένα- δεν υπήρχε η δυνατότητα να μετανιώσω για ένα εγχείρημα, όπως η γέννηση ενός παιδιού. Και τώρα αν ξεκίναγα, πιστεύω, πάλι το ίδιο θα έκανα. Το βάρος της κούρασης, του φορτίου, της όποιας απογοήτευσης εφεξής -που αναντίρρητα υπάρχει- στη ζυγαριά είναι αμελητέο· και οι συγκινήσεις και οι χαρές από την άλλη αμέτρητες…
5.Κι έρχεται ένα ακόμα «παιδί» στην ζωή σας τους τελευταίους μήνες, ένα βιβλίο ψυχής. Το «Καλώς ήρθες και πάλι». Πόσο αυτοβιογραφικό είναι?
Η Άλκη Ζέη είχε πει ότι οποιαδήποτε απόπειρα συγγραφής ενέχει έστω και σπέρματα προσωπικού βιώματος. Δεν είναι αυτοβιογραφία βέβαια, αλλά φυσικά υπάρχουν κάποια προσωπικά βιωματικά στοιχεία. Και κατ’ αρχήν το εξώφυλλο. Είναι από στιγμιότυπο ταξιδιού μου με την κόρη μου στην Φλωρεντία και αναφέρεται στο βιβλίο ένα γεγονός που σημειώθηκε εκεί· η αγάπη της πρωταγωνίστριας προς την υπερήλικη μητέρα της αποτυπώνει τα δικά μου συναισθήματα προς την μητέρα την δική μου· ίσως κάποια ελάχιστα ακόμη…Σε γενικές γραμμές είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας.
6.Πως ξεκινήσατε να γράφετε αυτό το βιβλίο και πότε;
Αφορμή στάθηκε η κόρη μου· η αγάπη μου γι’ αυτήν και συγχρόνως η αγωνία μου. Οι συμπεριφορές παιδιών που με εξέπλητταν άλλοτε θετικά, άλλοτε αρνητικά ήταν επίσης μία παράμετρος όχι αμελητέα. Παρακολουθώντας τα όνειρα πολλών μου μαθητών καθώς και τον αγώνα τους, ακούγοντας τις μύχιες σκέψεις τους, νιώθοντας τους φόβους τους, το βάρος, την απογοήτευση και πολλές φορές τα αδιέξοδά τους ή βλέποντας την εκτροπή τους, συσσωρευόταν μέσα μου σιγά σιγά τεράστιο υλικό. Ωστόσο, αρχικά ξεκίνησε ως ένας διάλογος εσωτερικός με το παιδί μου, ένας διάλογος με τεράστιο εύρος συναισθημάτων, που δεν ήταν πάντα ευχάριστη διαδικασία και κάποιες στιγμές είχε πολλή οδύνη. Η γραφή αυτού του βιβλίου ήταν πρωτίστως μία επιτακτική ανάγκη, στην πορεία όμως ενσωματώθηκαν πολλά στοιχεία, κι ενώ άλλο τέλος σκόπευα να δώσω στην αρχή, άλλο έδωσα εντέλει. Αυτό λοιπόν το αποτέλεσμα, το πάντρεμα των βιωματικών και μη στοιχείων, ήθελα να το μοιραστώ με άλλους συνανθρώπους μου, με την ελπίδα πως ίσως βοηθηθούν απ’ τις δικές μου σκέψεις και αλήθειες κάποιοι γονείς και προπαντός γυναίκες και μητέρες..
7.Ποιος είναι ο ήρωας από το βιβλίο σας που αγαπάτε περισσότερο και γιατί;
Δύσκολη ερώτηση και ακόμη δυσκολότερη η απάντηση: ο συγγραφέας δημιουργεί τους ήρωες, τους γεννά, δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιον. Μπαίνει στην ψυχή τους, ζει μαζί τους, τους κουβαλάει μέσα του σαν να είναι άνθρωποι δικοί του, πλασμένοι με υλικά από την ίδια τη ζωή του και την φαντασία του. Ο καθένας έχει μία δική του ξεχωριστή προσωπικότητα και φυσικά μία δική του ξεχωριστή θέση στο αφήγημα. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, τους αγαπάει όλους. Όμως, αν θα έπρεπε να επιλέξω οπωσδήποτε ένα πρόσωπο, θα στεκόμουν σε μια ηρωίδα αφανή, η οποία παρότι δεν αναφέρεται πολύ συχνά στο κείμενο, διατρέχει ολόκληρο το έργο: είναι η υπερήλικη μητέρα της πρωταγωνίστριας. Είναι το πρόσωπο που φέρνει στο μυαλό μου τον ρόλο τον αρχέγονο της μάνας, και ταυτόχρονα όλες τις άλλες ιδιότητες ενός πλάσματος θηλυκού. Στην ανημπόρια της και στην απώλεια της μνήμης της είναι συσσωρευμένα όλα, και χωράνε ή μπορούν να χωρέσουν όλα, απ’ την εμφάνιση του ανθρώπου μέχρι και σήμερα. Δεν υπάρχει πιο συγκινητικό, πιο συγκλονιστικό πράγμα από το να ρωτάς έναν υπερήλικα αδύναμο ανοϊκό γονιό «τι κάνεις;» και αυτός να έχει ακόμη την έγνοια του παιδιού του σε τέτοιον μάλιστα βαθμό, που να τον σπρώχνει να ρωτήσει «εσύ;». Είναι ο ήρωας που έφτασε σε τέτοιο σημείο αυταπάρνησης και αγάπης, ώστε «χάθηκε» από τα προβλήματα και τις φροντίδες της ζωής. Με αυτό το βλέμμα βλέποντας τους ήρωες, λοιπόν, ο ήρωας αυτός είναι ο πλέον αγαπημένος μου.
8.Η καλή γραφή προκαλεί θαυμασμό και συχνά συγκινήσεις που όλοι μοιραζόμαστε από κοινού. Αυτό είναι δείγμα πως ένα καλό έργο μπορεί να αφυπνίσει τον κόσμο;
Δεν ξέρω αν η λογοτεχνία σήμερα μπορεί να θέσει σε τροχιά αφύπνισης τον κόσμο. Αν η ιστορία που διηγούμαι μπορέσει να βοηθήσει κάποιους ανθρώπους να προβληματιστούν και να σκεφτούν, ή να σκεφτούν και με άλλον τρόπο, να τους ευαισθητοποιήσει πάνω στα θέματα που θίγω, θα έχω πετύχει κάτι σημαντικό και θα είμαι ευτυχής.
Γενικά η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος έκφρασης της σκέψης και της εν γένει ζωής του ανθρώπου μέσω της γλώσσας. Οφείλει να συνυφαίνεται με τα γεγονότα της ζωής και να τα καθρεφτίζει. Η αξία της εξαρτάται από το βάθος και το εύρος αυτού που αναπαριστά και από τις αλήθειες που εμπεριέχει. Εδώ αναφύονται δύο επιμέρους θέματα: το ένα είναι σημείο των καιρών και το άλλο ακολουθεί την ιστορία της λογοτεχνίας. Το πρώτο θέμα σχετίζεται με το γεγονός πως σήμερα η λογοτεχνική παραγωγή καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους νόμους της αγοράς και παρουσιάζεται με τα ίδια διαφημιστικά μηνύματα όπως ένα καταναλωτικό προϊόν. Το δεύτερο σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης προσλαμβάνει και εγγράφει μέσα του το έργο της λογοτεχνίας. Η σχέση λογοτεχνίας – αναγνώστη είναι αρκετά προσωπική. Ο κάθε αναγνώστης διαβάζοντας δημιουργεί ένα δικό του κείμενο. Θυμάμαι, ρώτησαν τον Νικηφόρο Βρεττάκο σε μία παρουσίαση του έργου του γύρω στο ’90 στην πρώην ΟΧΕΛ της Λιβαδειάς, τι ήθελε να πει με έναν στίχο. Και η απάντηση του ποιητή ήταν ότι η ερμηνεία που δίνει ο αναγνώστης είναι η δική του η αλήθεια. Κάτι ανάλογο είχε πει και ο Παντελής Βούλγαρης, επίσης στη Λιβαδειά, όταν παρουσίασε «Το Προξενιό της Άννας». Ωστόσο, υπάρχουν και οι «σταθερές». Όλα αυτά -διαφορετικές αλήθειες, «σταθερές» και «αγορά»- με οδηγούν να πω ότι θα χαιρόμουν αν οι δικές μου οι αλήθειες έδιναν τροφή για σκέψη και άνοιγαν δρόμους σε άλλους συνανθρώπους μου -γι’ αυτό, εξάλλου, όπως είπα, το εξέδωσα.
9.Έχετε στον νους σας ένα επόμενο βιβλίο?
Το βιβλίο που εκδόθηκε αποτελεί την δεύτερή μου απόπειρα να γράψω. Αρχικά ξεκίνησα δειλά δειλά στην δεκαετία του ’90 ασχολούμενη με την ποίηση και δημοσιεύοντας σε περιοδικά Τέχνης και Λόγου κάποια ποιήματα. Στη συνέχεια αυθόρμητα πέρασα στο μυθιστόρημα και ήδη είναι έτοιμο από χρόνια ένα, το οποίο πραγματεύεται θέματα πιο σύνθετα, και στο οποίο, καθώς μεγάλωνα, άλλαζα συνεχώς το τέλος, αφού το τέλος του μυθιστορήματος άλλαζε και αυτό παρακολουθώντας τις αναπόφευκτες μεταβολές του αυτοπροσδιορισμού μου. Είναι ένα βιβλίο του οποίου η συγγραφή κράτησε είκοσι και πλέον χρόνια, και όπου η πρωταγωνίστρια στην προσπάθειά της να πραγματοποιήσει ένα όνειρο ζωής, επιχειρεί με έντονη πάλη εσωτερική να ισορροπήσει ανάμεσα σε πράγματα ασυμβίβαστα, να συγκεράσει θεωρίες εκ διαμέτρου αντίθετες, παντρεύοντας τα θετικά της καθεμίας εκ των δύο και θεωρώντας την απολυτότητα χαρακτηριστικό μόνο των Μαθηματικών. Επειδή, όπως είπατε σωστά, ένα βιβλίο είναι και αυτό παιδί μας, και επειδή για το παιδί μας θέλουμε το καλύτερο και αγωνιζόμαστε γι’ αυτό, το άφησα λίγο να «ξεκουραστεί», ώστε να είμαι σίγουρη γι’ αυτό πριν προχωρήσω σε μία έκδοση.
10. Εκτός από την διδασκαλία και την συγγραφή σας συγκίνησε κάτι άλλο ώστε να το αγαπήσετε και να ασχοληθείτε με αυτό?
Ναι, αγάπησα τη Λαϊκή Παράδοση και τη Λαογραφία. Δραστηριοποιήθηκα και στους δύο χώρους όσο μου επέτρεπαν οι συνθήκες και οι άνθρωποι. Από μαθήτρια Γυμνασίου μου άρεσε ο χορός, ασχολήθηκα όμως μεθοδικά με αυτόν όντας ιδρυτικό στέλεχος του Χορευτικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιδιαίτερου κλάδου του Θεατρικού Τμήματος. Αργότερα το 1979 δημιούργησα χορευτικό συγκρότημα στη Λιβαδειά, με περισσότερους από 170 χορευτές όλων των ηλικιών, αγοράζοντας στολές και δίνοντας παραστάσεις σε ολόκληρη τη Βοιωτία και πολλούς γειτονικούς νομούς. Παράλληλα με την βοήθεια όλων των μελών διοργανώναμε εκθέσεις λαογραφικού υλικού προωθώντας τις πολιτιστικές αξίες του παρελθόντος, που διαμόρφωσαν το ιδιαίτερο χρώμα, τα διακριτικά στοιχεία του λαού μας.
11.Τελικά μετά από μια τόσο περιπετειώδη και ενδιαφέρουσα ζωή, πιο είναι το μότο σας?
Επίσης δύσκολη ερώτηση και εξίσου δύσκολη η απάντηση. Η ζωή είναι πολύπλοκη και πολυδιάστατη, και στην εποχή μας η επιστήμη τρέχει με ταχύτητα ιλιγγιώδη, ανατρέποντας κάθε στιγμή τα δεδομένα και αναθεωρώντας στάσεις και συνθήκες της ζωής μας, με συνέπεια την αλλαγή της αντίληψης που έχουμε για τον ίδιο μας τον εαυτό και την σχέση μας με την υπόλοιπη δημιουργία. Οι αξίες επηρεάζονται και ανα-διαμορφώνονται συνεχώς και συνάμα, όμως, στην ουσία τους παραμένουν αμετάβλητες. Εδώ θα ήθελα να αναφέρω μία κινέζικη παροιμία: «Η καλύτερη στιγμή για να φυτέψουμε ένα δέντρο είναι πριν 20 χρόνια. Η δεύτερη καλύτερη στιγμή είναι τώρα». Γι’ αυτές λοιπόν τις δύο στιγμές και επειδή, -ίσως ευτύχημα- «συνάμα παραμένουν αμετάβλητες», έχω ένα τρίπτυχο: ΠΙΣΤΗ, ΤΟΛΜΗ και ΠΟΛΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ. Πρέπει να αξιοποιούμε την μία και μοναδική ζωή που ζούμε. Πίστη στο όραμα που έχουμε για να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε και να αντέχουμε στην κάθε δυσκολία, και τόλμη και πολλή δουλειά, εκ των ων ουκ άνευ. Αντετοκούμπο δεν γίνεσαι, λέει η κόρη μου, χωρίς πολλή πολλή δουλειά. Δεν εννοώ ότι πρέπει όλοι να γίνουμε Τεντόγλου και Αντετοκούμπο, αλλά ότι πρέπει να βάλουμε στη ζωή μας την δυσκολία και τον κόπο. Ο Κικέρωνας, νομίζω, είχε πει ότι στη ζωή μας αξίζει περισσότερο αυτό για το οποίο καταβάλαμε την μεγαλύτερη προσπάθεια να το αποκτήσουμε.