Ορισμένοι ιστορικοί του κινηματογράφου θα μπορούσαν να προβούν σε μία δυνητική σύγκριση της σύγχρονης εποχής με αυτή της δεκαετίας του ’60, αναφορικά με την καλλιτεχνική αποστείρωση, τέλμα, στο οποίο βρέθηκε η κινηματογραφική βιομηχανία. Εμείς δε θα συμφωνήσουμε πλήρως, δεδομένων των θρυλικών φιλμ που παράχθηκαν, κυκλοφόρησαν και στιγμάτισαν εκείνη την εποχή. Εντούτοις, θα συμφωνήσουμε μονάχα στο κομμάτι της απουσίας της καλλιτεχνικής, προσωπικής σφραγίδας των σκηνοθετών «auteur».
Η εμφάνιση τους συντελέστηκε κατά την επόμενη δεκαετία με έναν από τους πρωτεργάτες να απαντάει στο μακροσκελές όνομα του Φράνσις Φόρντ Κόπολα. Ο τελευταίος ανήκει σε μία γενιά σκηνοθετών που άλλαξαν για πάντα τον κινηματογράφο και έθεσαν τα θεμέλια για την πορεία του μέχρι και σήμερα. Καμία άλλη γενιά συνολικά δεν κατάφερε να τους ξεπεράσει, αλλά σίγουρα υπάρχουν λαμπρές μεμονωμένες περιπτώσεις. Επιστρέφοντας στον «Ρωμαίο» του κινηματογράφου, ταινίες όπως η τριλογία «Ο Νονός» (The Godfather, 1972-1990), «Η Συνομιλία» (The Conversation,1974), η «Αποκάλυψη Τώρα» (Apocalypse Now, 1979), και ο «Δράκουλας» (Bram Stoker’s Dracula, 1992) τον ανέδειξαν στον απόλυτο σκηνοθέτη. Σίγουρα, υπήρξαν και παραστρατήματα στην καριέρα του καλλιτέχνη, με ορισμένα από αυτά να τον οδηγούν τελικά εκτός της βιομηχανίας του θεάματος.
Η επιστροφή του, έστω και για μία τελευταία ταινία, αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης σε πολλούς καλλιτεχνικούς κύκλους. Το όραμα του για μία δική του, μοντέρνα εκδοχή της «Πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» δεν είχε εκπληρωθεί. Όλα έδειχναν ότι η ιδέα για αυτή την ταινία, που θα έφερε μάλιστα τον τίτλο «Megalopolis», θα περνούσε στην ιστορία των εικασιών και των υποθέσεων, τουλάχιστον μέχρι το έτος 2019. Η τελευταία χρονιά «της αθωότητας» βρίσκει τον σκηνοθέτη να ανακοινώνει το φιλόδοξο εγχείρημα του και να θέτει ένα τέλος στις υποθετικές συζητήσεις. Η ταινία του θα γυριζόταν, ακόμα και αν «ο κόσμος καταστρεφόταν». Είμαστε πολύ κοντά σε αυτό, αλλά περισσότερα στη συνέχεια!
Πλοκή;
Σε μία εναλλακτική πραγματικότητα, στην οποία η Νέα Υόρκη ονομάζεται «Νέα Ρώμη», ο Καίσαρας Κατιλίνας, διάσημος και ευρηματικός αρχιτέκτονας οραματίζεται την κατασκευή μίας ουτοπίας. Εμπόδιο στα σχέδια του στέκεται ο δήμαρχος Κικέρων, ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει την κατάσταση της πόλης του, με τα προβλήματα της ως έχει. Η σύγκρουση των δύο προσωπικοτήτων θα έχει αμφότερες συνέπειες τόσο για τους δύο άνδρες, όσο και για τη «Νέα Ρώμη». Δε θα είναι λίγοι αυτοί που θα εμπλακούν και θα συνωμοτήσουν εναντίον του Κατιλίνα, με εκείνον να απαντάει οραματιζόμενος έναν νέο κόσμο, απελευθερωμένο από περιορισμούς. Σε ένα κλίμα πολιτικής αστάθειας, αλλά και έντονης παρακμής, η ουτοπία αποτελεί το μόνο στοίχημα που μπορεί να παρουσιάσει επιτυχία και να ανατρέψει την επερχόμενη κατάρρευση του Δυτικού πολιτισμού.
Πίσω από τις κάμερες:
Ο Φράνσις Φόρντ Κόπολα επιστρέφει με τριπλό ρόλο, ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Πράγματι, είναι κυρίαρχος στην ταινία του, αλλά αυτό δεν είναι εντελώς κάτι θετικό και καλό για μία κινηματογραφική ιδιοφυία. Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο και παράδοξο, αλλά αν ένας εκκεντρικός δημιουργός, σαν τον Κόπολα, δεν έχει συνεργάτες που θα του φέρουν αντιρρήσεις και σε βαθμό να τον καταπιέσουν, συγκρατώντας τον από το να υποπέσει σε λάθη και σφάλματα, τότε όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά και πιθανά. Μπορεί να προκύψει ένα αριστούργημα ή μία παταγώδης αποτυχία. Η περίπτωση μας διχάζει και κατά πάσα πιθανότητα δεν αγγίζει τους δύο αντιμαχόμενους πόλους, με την αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση. Ο καλλιτέχνης, δεδομένης της απουσίας εύρεσης κεφαλαίων, αποφασίζει να χρηματοδοτήσει ολομόναχος εξολοκλήρου την ταινία του. Πως τα κατάφερε δεδομένης της δικής του δεκαετούς (και) απουσίας από τα καλλιτεχνικά δρώμενα; Μέσα από την εξαιρετικά επικερδή του επιχείρηση στην παραγωγή οίνων. Με κεφάλαιο που ξεπερνάει τα εκατό εκατομμύρια αρχίζει να πραγματοποιεί το όραμα του!
Τα γυρίσματα έγιναν σε στούντιο παραγωγής της Τζόρτζια και της Ατλάντα. Ο σκηνοθέτης γνώριζε ότι θα βασιζόταν αρκετά στη χρήση ψηφιακών εφέ και ήθελε να δοκιμάσει τη νεοσύστατη τεχνολογία των «Virtual Sets» και των «LED Walls» που ανέπτυξε η εταιρεία παραγωγής της «Ντίσνεϊ» για τις σειρές της, όπως «Ο Μανδαλόριος» (The Mandalorian 2019-). Με αυτή τη νέα δυνατότητα, το «GreenScreen» εξαφανίζεται και στη θέση του έρχονται οθόνες που απεικονίζουν σε ζωντανό χρόνο τον περιβάλλοντα χώρο, βοηθώντας τόσο τους ηθοποιούς, όσο και τους τεχνικούς στη μετέπειτα επεξεργασία του υλικού τους. Εντούτοις, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν, όπως ο Κόπολα επιθυμούσε, με αποτέλεσμα να έρθει σε ρήξη με το αντίστοιχο τμήμα και να αναγκαστεί να απολύσει τους τεχνικούς του μόλις έναν μήνα μετά από την εκκίνηση των γυρισμάτων. Μία τέτοια εξέλιξη δεν είναι μόνο ατυχής, αλλά και κοστοβόρα, με το βάρος της κάλυψης των εξόδων να πέφτει πάνω στον «Ρωμαίο». Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως τα ψηφιακά μέσα, που έφθασαν στην οθόνη και καλύπτουν την ταινία, είναι υψηλής αισθητικής, ευκρίνειας και ποιότητας.
Αυτό είναι και ένα από τα παράπονα των θεατών, αλλά και σε αυτό τον τομέα υπάρχει δυναμική και αδυναμία. Ορισμένες σκηνές είναι σαν να προέρχονται από όνειρο, με τα αγάλματα να ζωντανεύουν και να επικοινωνούν την παρακμή ή τους πρωταγωνιστές μας να κρέμονται από αιωρούμενους στύλους. Ακόμα και η σεκάνς της καταστροφής είναι ευρηματικά γυρισμένη, με τα εφέ να επικοινωνούν τη μεγάλη εικόνα ανεβάζοντας τη συμβολική διάσταση της ταινίας. Άλλες σκηνές ωστόσο εγκαταλείπονται λόγω του μεγέθους και της φύσης τους. Ένα ακόμα παράπονο μεγάλης μερίδας του κοινού είναι η έλλειψη εστίασης μίας συμπαγούς πλοκής. Αυτό πραγματικά αποτελεί πρόβλημα και απομακρύνει αρχικά τους επενδυτές και στη συνέχεια τον κόσμο από το να ασπαστεί την ιδέα πίσω από την ταινία. Μία δύσκολη ταινία δεν μπορεί να παραμείνει μία προσιτή ταινία. Ο δημιουργός όμως φέρνει γνώριμους και καινούργιους σκηνοθετικούς ελιγμούς για να προχωρήσει προοδευτικά την ταινία του. Για άλλη μία φορά, κάπου το πετυχαίνει, κάπου το χάνει τελείως.Ο συνειρμός μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για κινηματογραφικό ταξίδι, αλλά και για πορεία δίχως νόημα…
Μπροστά από τις κάμερες:
Αυτή η ταινία πρέπει να είναι η πρώτη που έχει αλλάξει τόσους πολλούς ηθοποιούς για τους ρόλους των χαρακτήρων της.Ας μη ξεχνάμε ότι η πρώτη απόπειρα για να έρθει αυτή στο φως του φακού έγινε κατά τη δεκαετία του ’00. Μερικά από τα ονόματα που θα συμμετείχαν ήταν οι Πωλ Νιούμαν, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Νίκολας Κέιτζ, Ράσελ Κρόου, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Ούμα Θέρμαν, Τζέιμς Γκαντολφίνι και Κέβιν Σπέισι. Η δεύτερη μονάδα σκηνοθεσίας μάλιστα είχε γυρίσει περί τις τριάντα ώρες, αλλά η δοκιμή εγκαταλείφθηκε λόγω των χρεών του σκηνοθέτη. Αυτή θα ήταν σίγουρα μία άλλη ταινία, αλλά θα παραμείνει στα όρια της φαντασίας μας.
Η ταινία που πήραμε τελικά είχε πάλι αλλαγές στην τελική της σύνθεση. Ο Κόπολα ήθελε για πρωταγωνιστή τον Κρίστιαν Μπέιλ, αλλά πήρε τελικά τον Άνταμ Ντράιβερ και για συμπρωταγωνίστρια αναλογιζόταν τη Ζεντάγια, με την Νάταλι Εμμάνουελ να αναλαμβάνει τον ρόλο της. Το καστ συμπληρώνουν οι Τζιανκάρλο Εσποσίτο, Όμπρεϊ Πλάζα, Σάϊα Λεμπόφ, Γιόν Βόιτ, Λόρενς Φίσμπερν και Ντάστιν Χόφμαν, έναν ρόλο που προοριζόταν για τον θανών Τζέιμς Κάν. Συνήθως, σε αυτό το σημείο κάνουμε ξεχωριστή διάκριση για τους ηθοποιούς μας, αλλά αυτή τη φορά δε θα το κάνουμε αυτό. Όλοι οι ηθοποιοί εκπέμπουν στην ίδια συχνότητα. Ο διάλογος είναι γραμμένος με τέτοιον τρόπο που να μην κάνει χάρες σε κανέναν. Είναι μονότονος και δε διαθέτει στόφα. Αυτοί όμως δεν είναι τυχαίοι ηθοποιοί και τον μεταφέρουν με τη δική τους κυριότητα και τρόπο, αφού είχαν το πλέον ελεύθερο από τον «Ρωμαίο».
Θα αρκεστούμε στην απόδοση ενός χαρακτηριστικού για τον εκάστοτε ρόλο. Ο Ντράιβερ φέρνει μία σοβαροφάνεια στην ταινία, η Εμμάνουελ μία χάρη, ο Εσποσίτο μία ευθραυστότητα, η Πλάζα μία πλεκτάνη, ο Λεμπόφ μία τρέλα, ο Βόιτ μία πυγμή (και μία δεινότητα στην τοξοβολία), ο Φίσμπερν την αρετή του αφηγητή και ο Χόφμαν τη σύντομη παρουσία του.
Καταλυτικός Επίλογος:
Αναμφίβολα, η ταινία θα απογοητεύσει τους περισσότερους και θα διχάσει τους υπόλοιπους.Δεν είναι σαν τα πρώτα έργα του σκηνοθέτη, αλλά σίγουρα είναι ένα από τα «παιδιά» του. Υπηρετεί επαρκώς την ατμόσφαιρα που επέλεξε, με μία μοντέρνα ματιά στη ρωμαϊκή αισθητική.Πολλά έχουν ακουστεί για αυτή την ταινία, από απουσία του σκηνοθέτη από τα γυρίσματα, μέχρι και απρεπή συμπεριφορά προς τις γυναίκες κομπάρσους. Δεν είμαστε εδώ για να διαδώσουμε φήμες, οι οποίες ενδεχομένως και να ισχύουν, αλλά για να μιλήσουμε για αυτή από καλλιτεχνικής άποψης. Με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε πως χρειάζεται υπομονή και χρόνος, ίσως και δύο θεάσεις για να καταλάβεις ορισμένα βήματα και κίνητρα. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται ήδη για εισπρακτική αποτυχία, αλλά είναι και κινηματογραφική αντίστοιχη;
Θα έβαζα με συνειρμό αυτή τη φορά ένα 5,9/10 για την ημιαποτυχημένη προσπάθεια συγκροτημένης μεταφοράς ενός πεπαλαιωμένου οράματος, το οποίο από μόνο του αποτελεί κομμάτι πλέον της κινηματογραφικής ιστορίας.
«Μεγαλόπολις» (Megalopolis, 2024) εγχρ.
Διάρκεια: 2 ώρες και 18 λεπτά
Είδος: Επικό-Επιστημονικής Φαντασίας
Σκηνοθεσία: Φράνσις Φόρντ Κόπολα
Πρωταγωνιστές: Άνταμ Ντράϊβερ, Νάταλι Εμμάνουελ, Τζιανκάρλο Εσποσίτο, Όμπρεϊ Πλάζα, ΣάϊαΛεμπόφ, ΓιόνΒόιτ, Λόρενς Φίσμπερν και Ντάστιν Χόφμαν
Τοκμακίδης Γιώργος- Κουλτουρόσουπα