Ένα κορίτσι του Πολυτεχνείου, η δημοσιογράφος Αλκμήνη Ψιλοπούλου θυμάται….

…..όσα έζησε μέσα στο Πολυτεχνείο από την αρχή εκείνης της εβδομάδας έως το βράδυ που κύλησε άφθονο το αίμα των αθώων.

Ήταν η καρδιά της εφηβείας που μιλούσε

«Μπήκα στο Πολυτεχνείο τη δεύτερη μέρα μαζί με μια φίλη μου. Είχαμε ακούσει ότι έχουν μπει κάποιοι στο Πολυτεχνείο, ότι έχει γίνει κατάληψη αλλά δε γνωρίζαμε πολλά πράγματα. Τότε, ήμουν οργανωμένη στον Ρήγα Φεραίο. Ήταν μια πράξη στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού αγώνα που δίναμε. Ήταν οι εποχές τέτοιες, υπήρχε επαναστατική ένταση και μπήκαμε με αυτή τη λογική και συναισθηματικά πιο πολύ μπορώ να πω.

Μέσα ήταν κάτι σαν γιορτή, υπήρχε μια έξαψη. Δηλαδή, όλα αυτά τα συνθήματα, η ελευθερία, η αντίσταση στη Χούντα, ήταν ένα κλίμα γιορτινό.

Κατ’ αρχάς, το πολύ σημαντικό που συνέβαινε στο Πολυτεχνείο ήταν η αυτοδιαχείριση. Μέσα στο Πολυτεχνείο όλες τις μέρες που μείναμε είχαν οργανωθεί πράγματα, όπως ο ραδιοφωνικός σταθμός, το μαγειρείο, οι προκηρύξεις, οι βάρδιες γιατί κάναμε περιπολίες. Ήταν σαν κύτταρο αυτοδιαχειριζόμενο. Αυτό ήταν καταπληκτικό. Υπήρχε αυτή η συντροφικότητα που εάν δεν έχει ζήσει κάποιος τέτοια πράγματα, δεν την καταλαβαίνει σήμερα που είναι όλα σε επίπεδο ατομικισμού. Υπήρχε αυτή η συλλογική δράση για ένα σκοπό αλλά δεν ήταν ορθολογιστικό όλο αυτό. Πολιτικά στόχος ήταν να πέσει η Χούντα. Αλλά όλο το υπόλοιπο πλαίσιο ήταν συναισθηματικό, ήταν η καρδιά της εφηβείας που μιλούσε, η καρδιά η νεανική.

Το άλλο βέβαια είναι ότι είχαν προετοιμαστεί ορισμένα πράγματα από την κατάληψη της Νομικής μερικούς μήνες πριν και από τις φοιτητικές επιτροπές αγώνα οι οποίες κάνανε σε κάθε σχολή μια μελέτη, ας το πούμε, για το περιεχόμενο σπουδών που θα θέλαμε να έχουμε. Αυτά δεν ήταν πολύ γνωστά, αλλά όλο αυτό το κλίμα που προϋπήρχε ήταν αυτό που κατέληξε τελικά στο Πολυτεχνείο.

Πριν μπούνε τα τανκς είχαμε καταλάβει πλέον ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά. Δυο μέρες πριν μπούνε, ή μπορεί και την ίδια μέρα, δε θυμάμαι πια πολύ καλά, είχε κοπεί το ρεύμα. Ήμασταν στα σκοτάδια. Τότε καταλάβαμε ότι θα γίνει κάτι πολύ κακό και, πιο πριν, όταν ερχόντουσαν τα φορεία με τους τραυματισμένους. Στην αρχή, ήταν γιορτή. Μετά σιγά-σιγά ζόριζαν τα πράγματα και καταλαβαίναμε ότι πλέον ότι ήταν ένα είδος πολέμου και ότι δεν θα έμενε έτσι αυτό το πράγμα.

Την βραδιά του Πολυτεχνείου ήμουν κάτω στο προαύλιο. Την ώρα που ήταν από έξω τα τανκς, ακόμα δεν γνωρίζαμε ότι θα μπει το τανκ μέσα. Το θεωρούσαμε εντελώς εξωπραγματικό και σουρεαλιστικό. Με παίρνει ένας φίλος και μου λέει «Αλκμήνη πάμε μπροστά να δούμε τα τανκς, να δούμε τι γίνεται» και προχωράμε προς τα μπρος και μετά από λίγο που είχαμε προχωρήσει, μπαίνει το τανκ. Σπάει την πόρτα και μπαίνει. Τότε ο φόβος κυριάρχησε. Διαλυθήκαμε. Μπήκαμε μέσα σε μια αίθουσα της Σχολής Καλών Τεχνών και μαζί με κάποιους άλλους κρυφτήκαμε, ας πούμε, πίσω από ένα άγαλμα. Από έξω βλέπαμε την μπούκα του τανκ να μας στοχεύει και λέμε πάει παιδιά τελείωσε έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες, θα τα πούμε στην άλλη ζωή. Μετά από αυτό βγήκαμε κάποια στιγμή, δηλαδή μας βγάλανε από τη Σχολή κατά μόνας με παραταγμένους τους στρατιώτες δεξιά και αριστερά. Βγαίναμε με τα χέρια ψηλά και βγήκαμε άλλοι από τη Στουρνάρη άλλοι από μπροστά και, τρέχοντας εγώ έπεσα κάτω και με βουτήξανε και με βάλανε στην κλούβα και με πήγανε στην Μεσογείων στην Ασφάλεια.

Ήταν εφιαλτικό βράδυ γιατί ακουγόντουσαν από πάνω φωνές και ουρλιαχτά και απειλές «Θα σας πετάξουμε κάτω από την ταράτσα». Έπεφτε ξύλο. Εμείς ήμασταν ήδη ψιλοτραυματισμένοι. Μέσα στο ίδιο κελί ήμασταν 4-5 άτομα. Στο τέλος μας άφησαν, μετά τα μεσάνυχτα, γιατί είχαν μαζέψει πάρα πολλούς. Εγώ έμενα Κομνηνών και από τη Μεσογείων πήγα περπατώντας προς το σπίτι μου αλλά υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και με σταματούσαν κάθε τόσο με το όπλο στρατιώτες.

Φτάνω σπίτι μου. Χτυπάω το κουδούνι. Κατεβαίνει ο πατέρας μου ο οποίος ήταν στα χάλια του τα μαύρα γιατί νόμιζε ότι είχα πεθάνει, δεν ξέρανε οι γονείς, τι είχε γίνει, αν ζούμε, αν πεθάναμε, αν τραυματιστήκαμε. Και βάζει τα κλάματα ο πατέρας μου, βάζω κι εγώ τα κλάματα. Μετά από δύο-τρεις μέρες με βούτηξαν πάλι γιατί ήμουν στις Επιτροπές του Πολυτεχνείου και με κράτησαν μέσα, εκ των υστέρων. Τότε έφαγα και ξύλο. Έπειτα έγινε η Χούντα του Ιωαννίδη και έγιναν ακόμα πιο σκληρά τα πράγματα.

Ξέρανε τα πάντα, ποιοι ήταν στις Επιτροπές και ποιοι δεν ήταν, τα ξέρανε. Γιατί είχαν μέσα χαφιέδες. Σοκαρίστηκα κατά κάποιο τρόπο γιατί κατάλαβα ότι ήξεραν πάρα πολλά από όσα συνέβαιναν μέσα στο Πολυτεχνείο. Μου είχαν πει και το εξής καταπληκτικό: Εμείς εδώ ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε εδώ που είμαστε. Εν μέρει είχαν δίκιο γιατί ένα μεγάλο διάστημα υπήρχε ακόμα αυτός ο μηχανισμός. Μετά πέρασαν τα χρόνια, μετά το ’80 διαλύθηκαν.

Η συλλογικότητα και η συντροφικότητα είναι το μήνυμα του Πολυτεχνείου. Δηλαδή χωρίς συνεργασία, ο καθένας μόνος του να κάνει του κεφαλιού του – και δεν το λέω ιδεολογικά, το λέω σε όλα τα επίπεδα, σε όλους τους τομείς της ζωής –, δεν υπάρχει μέλλον. Ό,τι κάνουμε να μην το κάνουμε αποκλειστικά για το άτομό μας αλλά να βλέπουμε το σύνολο, το κοινό καλό σαν αξία. Ο ατομικισμός δεν οδηγεί πουθενά και χρησιμοποιείται από τις εξουσίες διασπαστικά.

Σε όλη τη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα, μέχρι τουλάχιστον λίγο πριν από το Πολυτεχνείο, αυτά που κάναμε ήταν ακομμάτιστα. Προς το τέλος πια εμφανίστηκαν ας πούμε οι οργανώσεις και τα κόμματα. Ό,τι κάναμε το κάναμε αυτοδύναμα. Δεν είχαμε καθοδήγηση από κάπου. Εκ των υστέρων, θεωρήσαμε πάρα πολλοί από εμάς ότι είχαμε καπελωθεί από τα κόμματα, ότι καπηλεύτηκαν τους αγώνες μας και όλο αυτό που προσπαθούσαμε εμείς να δημιουργήσουμε. Να αυτενεργούμε.»

HJournal

Δημοφιλή Άρθρα

Σχετικά άρθρα